ἀγραφίας

ἀγραφίας
ἀγραφίᾱς , ἀγράφιος
fem acc pl
ἀγραφίᾱς , ἀγράφιος
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δυσαντιγραφία — η μορφή αγραφίας, κατά την οποία ο ασθενής παρουσιάζει δυσκολίες στην αντιγραφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”